κερατίτιδα

κερατίτιδα
κερατίτιδα, η και κερατοειδίτιδα, η
η φλεγμονή του κερατοειδούς χιτώνα του ματιού: Έχει κερατίτιδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κερατίτιδα — I (Ceratites). Γένος διπτέρων εντόμων της οικογένειας των μυϊδών. Περιλαμβάνει μεγάλες μύγες, με ωραίους χρωματισμούς και πλατιά φτερά. Στο γένος ανήκουν περίπου 15 είδη, από τα οποία γνωστότερο είναι η κ. η ισπανική, με μεγάλο στρογγυλό και… …   Dictionary of Greek

  • κερατοειδίτιδα — και κερατίτιδα, η (Α κερατῑτις, ιδος) νεοελλ. ιατρ. φλεγμονή τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού αρχ. αυτή που έχει κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + κατάλ. ῖτις, θηλ. τής ίτης. Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. keratitis] …   Dictionary of Greek

  • κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”